σοσόνι

σοσόνι
και σπάν. τ. σωσσόνι, το, Ν
1. είδος υποδήματος
2. κοντή, συνήθως μάλλινη, πλεχτή κάλτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chausson «παντόφλα» (< ρ. chausser «φορώ παπούτσια» < λατ. calceus «παπούτσι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σοσόνι — το (λ. γαλλ.), κοντή κάλτσα που φοριέται από τα μικρά παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σοσόουν — και Σοσόνι, οι, Ν άκλ. εθνολ. ομάδα ινδιάνικων φύλων τής Βόρειας Αμερικής, από τα οποία έχουν απομείνει σήμερα 9.000 περίπου άτομα …   Dictionary of Greek

  • σωσσόνι — το, Ν βλ. σοσόνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”